Η Ιερισσός είναι το παλαιότερο και μεγαλύτερο χωριό του Δήμου Αριστοτέλη – η πρωτεύουσά του.
Αποτελεί ιστορικά τη συνέχεια της αρχαίας Ακάνθου, η οποία υπήρξε αποικία των Ανδρίων και σπουδαία πόλη της Μακεδονίας.
Ο σημερινός οικισμός κτίστηκε εξ’ αρχής όταν ισοπεδώθηκε ο παλιός – μετά τον πολύνεκρο σεισμό του 1932, που είχε εδώ ακριβώς το επίκεντρό του, κοντά στη θάλασσα.
Όπως αποδεικνύουν οι ανασκαφές, η σημερινή πόλη είναι κτισμένη πάνω στο αρχαίο νεκροταφείο της Ακάνθου. Η σημερινή Ιερισσός είναι μια σύγχρονα δομημένη παραλιακή κωμόπολη, με πλούσια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά.
Στην είσοδο από Στρατώνι θα δείτε τον αρχαιολογικό χώρο του Πύργου της Κρούνας, ενώ στην κεντρική πλατεία της θα επισκεφθείτε το Κέντρο Πολιτισμού. Απέναντι από το λιμάνι της βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος και τα τείχη της Αρχαίας Ακάνθου.
Παρά το γεγονός ότι η Ακανθος φημιζόταν για τον οίνο της, οι σημερινοί Ιερισσιώτες ασχολούνται με την αλιεία, τη ναυπηγική, το εμπόριο, την κατασκευή έργων στο Άγιον Όρος και τον τουρισμό.
Η Ιερισσός αποτελεί σημαντικό λιμάνι της Μακεδονίας, με αξιόλογο αλιευτικό στόλο. Εξ’ άλλου τα ψάρια του κόλπου της Ιερισσού είναι φημισμένα σ’ όλη την Ελλάδα για τη νοστιμιά τους. Ξεχωρίζει το ορκίνι, ένα είδος τόνου που ψαρεύουν στην περιοχή τον Μάιο και μέχρι τις αρχές Ιουνίου. Το μαγειρεύουν κοκκινιστό ή το παστώνουν.
Οι Ιερισσιώτες θεωρούνται διαχρονικά σπουδαίοι καραβομαραγκοί, συνεχίζοντας μια παμπάλαια τέχνη από γενιά σε γενιά. Τα καρνάγια της Ιερισσού είναι από τα παλιότερα στην Ελλάδα, με ξακουστούς καραβομαραγκούς όπως τον δάσκαλο της παραδοσιακής ναυπηγικής τέχνης Δημήτρη Παπαστεριανό, ο οποίος δεν βρίσκεται πια εν ζωή.
Σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου η Ιερισσός ανήκε στα ιστορικά Μαντεμοχώρια. Οι κάτοικοι της Ιερισσού συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 και έχουν να επιδείξουν σπουδαίους αγωνιστές, όπως τον Αθανάσιο και τον Κωνσταντίνο Βλαχομιχάλη.
ΕΘΙΜΑ
Η περιοχή έχει πολλά ενδιαφέροντα έθιμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έθιμο στο λεγόμενο Μαύρο Αλώνι, ή Του Μαύρου Νιου το Αλώνι, κάθε χρόνο την Τρίτη μέρα του Πάσχα. Πρόκειται για μια τοποθεσία κοντά στην Ιερισσό, όπου το 1821 οι Τούρκοι κατά διαταγή του Σιντίκ Γιουσούφ Μπέη έσφαξαν 400 Ιερισσιώτες.
Η παράδοση αναφέρει ότι ο μπέης είχε υποσχεθεί γενική αμνηστία σ΄ όλους όσους θα παραδινόταν, αφού τότε η Χαλκιδική είχε κι αυτή επαναστατήσει. Εμφανιστήκαν 400 Ιερισσιώτες που πίστεψαν στην υπόσχεσή του, αλλά αυτός τους υποχρέωσε με την απειλή των όπλων να χορέψουν. Σε κάθε κύκλο του χορού οι Τούρκοι έσφαζαν και από έναν χορευτή με τα σπαθιά τους. Από τότε, σε ανάμνηση της μαζικής αυτής σφαγής, στο χώρο τελείται τρισάγιο και στη συνέχεια στήνεται χορός στον οποίο συμμετέχουν εκατοντάδες κάτοικοι της Ιερισσού, αλλά και επισκέπτες.
Ενας συγκεκριμένος χορός ονομάζεται καγκελευτός και αναπαριστά τη μεγάλη σφαγή. Είναι αργόσυρτος, προσομοιάζοντας τα συρτά και διστακτικά βήματα ανθρώπων καταδικασμένων σε θάνατο. Επειδή, δε, για σειρά ετών μετά το γεγονός, το έθιμο τελούνταν με την παρουσία Τούρκων και κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να διατυπωθούν ξεκάθαρα, το τραγούδι μιλά με πολλά υπονοούμενα για την πολυπόθητη λευτεριά. Οταν το τραγούδι κοντεύει να τελειώσει, οι δύο πρώτοι χορευτές ενώνουν τα χέρια τους σε αψίδα αναπαριστώντας τα σπαθιά των Τούρκων εκτελεστών και όλοι οι υπόλοιποι χορευτές περνούν από κάτω δυο φορές. Ενδιαφέρον είναι το ότι κάθε στροφή του τραγουδιού απαγγέλλεται εναλλάξ μια από τους άντρες και μια από τις γυναίκες που συμμετέχουν στο χορό.