Ποιος ήταν ο Αλέξης Ζορμπάς

Γηγενής Μακεδόνας, ο Ζορμπάς, όταν ο τόπος τελούσε ακόμα υπό οθωμανικό ζυγό, γεννήθηκε, κατά μια πηγή, στο ορεινό Καταφύγι, ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.450 μ. των Πιερίων, το οποίο ανήκει σήμερα στο Δήμο Βελβεντού Κοζάνης. Για άλλους, τόπος καταγωγής του ήταν ο Κολινδρός, κοντά στην Κατερίνη, από όπου μετακόμισε στο Καταφύγι ο τσέλιγκας πατέρας του Φώτης, μαζί με τη σύζυγό του Ευγενία και τα αδέλφια του Γιώργου, τον Γιάννη, τον Ξενοφώντα και την Κατερίνα. Ο Γιώργης από τα μικρά του χρόνια έβοσκε τα γιδοπρόβατα του πατέρα του, ενώ από τα 15 του επωμίστηκε όλη την ευθύνη του κοπαδιού. Όταν έπεσε αρρώστια που αποδεκάτισε τα ζώα, αναγκάστηκε να μετακινηθεί για λόγους επιβίωσης. Ξεκίνησε πεζή για τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής για να βρει δουλειά σε κάποιο μεταλλείο.

Έφτασε στο Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) και προσλήφθηκε αμέσως ως ανειδίκευτος εργάτης από μια γαλλική εταιρεία που εκμεταλλευόταν το πλούσιο σε σιδηροπυρίτη, άργυρο, ψευδάργυρο και μόλυβδο μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου. Εκεί γνωρίστηκε με τον αρχιεργάτη του μεταλλείου, Γιάννη Καλκούνη, και παντρεύτηκε την κόρη του Ελένη.

Δούλεψε στα καμίνια στα γειτονικά Σιδηροκαύσια (κοινώς Σιδερόκαψα), στη Λιαρέγκοβα (Αρναία), στο Νοβόσελο (Νεοχώρι), στον Μαχαλά (Στάγειρα).

Εν τω μεταξύ, έκανε οικογένεια και απέκτησε με τη γυναίκα του δώδεκα παιδιά, από τα οποία έζησαν τελικά τα οκτώ. Ανάμεσα σε αυτά που χάθηκαν ήταν και ο τέταρτος στη σειρά γιος του Αλέξης. Μέσα στις κοσμογονικές αλλαγές στη Μακεδονία που έφερε ο απελευθερωτικός πόλεμος του 1912-1913 πέθανε η αγαπημένη του Ελένη. Έκλεισε τότε και το μεταλλείο εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων, απέμεινε χωρίς δουλειά και μ’ ένα τσούρμο ανήλικα ορφανά. Η απελπισία του χαροκαμένου πατέρα όμως δεν ταίριαζε στην περηφάνια του που μετριόταν με το μπόι του Ζορμπά. Για να θρέψει τη φαμίλια του γύρισε στο Ελευθεροχώρι Πιερίας, έξω από τον Κολινδρό, κοντά στον αδελφό του Γιάννη, όπου έκανε όποια δουλειά του ποδαριού έβρισκε (σιδεράς, ξυλοκόπος). Αφού τριγύρισε  στη Νότια Ρωσία, επέστρεψε ως εργάτης στο μεταλλείο της Πραβίτας στην περιοχή Ταξιάρχη στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Στο κοντινό Άγιον Όρος γνώρισε τότε και τον Καζαντζάκη, ο οποίος έμενε μαζί με τον Σικελιανό στα κελιά διάφορων μοναστηριών διαβάζοντας Δάντη, Bούδα και τα Ιερά Eυαγγέλια.

Αποστολή στον Καύκασο

Όταν τον Μάιο του 1919 ο Καζαντζάκης διορίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο διευθυντής του νεοσύστατου υπουργείου Περιθάλψεως, του ανατέθηκε η μετάβαση στον Καύκασο για τον επαναπατρισμό των χιλιάδων Ελλήνων που κινδύνευαν να εξοντωθούν από τις κακουχίες μέσα στη δίνη που ακολούθησε την μπολσεβικική επανάσταση. Έστειλε τότε γράμμα στον Γιώργο Ζορμπά προσκαλώντας τον να πάρει μέρος στην αποστολή. Η αγέρωχη και ριψοκίνδυνη καρδιά του παρορμητικού Γιώργη Ζορμπά φτερούγισε με το μήνυμα. Τα παράτησε όλα και έσπευσε στην Αθήνα.

Ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου του 1919, με επικεφαλής τον Καζαντζάκη και τους συμπατριώτες του Ηρακλή Πολεμοχαράκη, Γιάννη Κωνστανταράκη, Γιάννη Αγγελάκη, για την Τιφλίδα, το Καρς, το Κουμπάν, αλλά και το Μπακού και το Ερεβάν με σκοπό τη μεταφορά των ομοεθνών προσφύγων. Ως σύγχρονοι Αργοναύτες της Μαύρης Θάλασσας στη διαλυμένη αλλά αχανή πρώην τσαρική αυτοκρατορία, αφοσιώθηκαν ολοκληρωτικά στον ανθρωπιστικό αγώνα για τη σωτηρία του Ελλήνων. Κατόρθωσαν να φέρουν με καράβια στη Θεσσαλονίκη περίπου 150.000 Έλληνες, οι οποίοι ρίζωσαν στα χώματα της Θράκης και της Μακεδονίας.

Αυτή ήταν και η τελευταία ζωντανή επαφή του Καζαντζάκη με τον αιώνιο φίλο του Γιώργο Ζορμπά. Μετά το τέλος της αποστολής χωρίστηκαν για πάντα. Δεν ξεχάστηκαν όμως ποτέ.

Η αποστολή στον Καύκασο ήταν η τελευταία μεγάλη εξόρμηση του Ζορμπά. Λίγα χρόνια μετά εγκαταστάθηκε στο ιδιοκτησίας του μεταλλείο λευκόλιθου στη Νις της Σερβίας, από όπου τηλεγραφούσε στον λογοτέχνη φίλο του: «Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως». Και όταν ο συγγραφέας στην πιο γόνιμη περίοδο της τέχνης του τού απαντούσε ανάμεσα στα πολυάριθμα ταξίδια του, πότε από την Ιταλία και πότε από το Βερολίνο, ότι δεν μπορούσε να πάει, εκείνος τον περιέπαιζε υπαγορεύοντας στον γραμματικό της επιστολής του: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες». Ίσως με κάποιες τύψεις ο Καζαντζάκης αργότερα έγραφε ότι θα διάλεγε τον Ζορμπά για ψυχικό οδηγό. «Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί […] να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία, αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί· τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή». Δεν τα πρόλαβε αυτά τα ποιητικά λόγια ο Ζορμπάς. Από το 1926 διέμενε στα Σκόπια όπου διαχειριζόταν ένα ορυχείο.

Η ζωή και ο θάνατος στη Σερβία

Έκανε λεφτά και τα κατασπατάλησε γιατί τα πλούτη ήταν ξαφνικά και δεν τα είχε ποτέ προηγουμένως, αλλά κυρίως επειδή ήξερε ότι δεν θα τα έπαιρνε μαζί του στον τάφο. Είχε πάρει κοντά του την κόρη του Κατίνα, η οποία παντρεύτηκε εκεί τον Σέρβο Γιοβάν Γιάντα. Πάνω όμως που ένιωθε να έχει λυτρωθεί από την πίεση της ανάγκης, με την είσοδο της Σερβίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατάσχεση των ορυχείων από τους Γερμανούς κατακτητές, την πείνα και τη ναζιστική σκλαβιά ο Ζορμπάς δεν άντεξε. Πέθανε εκεί το 1941 και θάφτηκε αρχικά στα παλιά νεκροταφεία, νότια της πόλης. Χρόνια αργότερα τα εγγόνια του από την πλευρά της Κατίνας, η αρχιτέκτων Αννα Γκάιγκερ, η οποία έως τον θάνατό της το 2002 υπήρξε πρόεδρος του γιουγκοσλαβικού τμήματος της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, και ο έμπορος αδελφός της Βαγγέλης Γιάντα μετέφεραν τα οστά του παππού τους και τα τοποθέτησαν στον οικογενειακό τάφο στο νεκροταφείο «Μπούτελ» των Σκοπίων. Ο τάφος του εντοπίστηκε πολλά χρόνια αργότερα από ελληνική δημοσιογραφική αποστολή στα Σκόπια. Μάλιστα τον επισκέφτηκε το 1997 ο Μίκης Θεοδωράκης μετά τη μεγαλειώδη συναυλία του με το έργο του «Ζορμπάς ο Ελληνας», παρουσία του τότε προέδρου της χώρας Κίρο Γκλιγκόροφ, στην αίθουσα της όπερας του Λαϊκού Θεάτρου των Σκοπίων. 

Το έργο του Καζαντζάκη για τον Αλέξη Ζορμπά

Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από τον χωρισμό του Νίκου Καζαντζάκη και του Γιώργη Ζορμπά μέχρι τον θάνατο του τελευταίου, ο συγγραφέας δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να ανησυχεί για την πορεία του παλιού του φίλου και συνεργάτη. Το 1941, εν μέσω των στερήσεων της γερμανικής κατοχής, βρήκε τον πιο μεταφρασμένο παγκοσμίως Έλληνα λογοτέχνη απομονωμένο στην Αίγινα. Εκεί έφτασε το πικρό μαντάτο του θανάτου του Ζορμπά. Σε μία από τις ωραιότερες σελίδες της «Αναφοράς στον Γκρέκο» έγραψε: «Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο· γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα. Το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε. […] Έκλεισα τα μάτια κι ένιωθα αργά, ζεστά, να κυλούν στα μάγουλά μου τα δάκρυα. […] Τι να κάμω, συλλογιζόμουν όλη τη νύχτα, τι να κάμω για να ξορκίσω το θάνατό του; […] Πετιούνται απάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζουνται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου· ανοιγοκλειούν το στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα τον Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι’ αυτό δεν την έπλασε ο Θεός; Ν’ ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον!». Και αυτό έκανε. Την επομένη, άγρυπνος, πήρε χαρτί, ξάπλωσε στις πυρωμένες από τον ήλιο πλάκες της ταράτσας του σπιτιού του στην Αίγινα που αγνάντευαν απέναντι τα γυμνά βουνά της Σαλαμίνας και άρχισε να γράφει μερικές αράδες αυτό το «συναξάρι» για τον Ζορμπά.

Το έργο το τελείωσε ύστερα από δύο χρόνια, τον Μάιο του 1943. Ωστόσο, ο Ζορμπάς που μπήκε στις σελίδες του βιβλίου με τίτλο «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» δεν ήταν ο Γιώργης Ζορμπάς της Πραστοβάς και του Καυκάσου. Του άλλαξε το όνομα, πιθανότατα από το αρχαιοελληνικό συνθετικό «αλεξι-» (όπως αλεξικέραυνο, αλεξίσφαιρος) για να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που αντιστέκεται με «τη δαιμονικιάν ανταρσία του ανθρώπου να νικήσει το βάρος και την ύλη, την προγονική κατάρα».

Μετατόπισε την πλοκή από τη Μάνη στην πολυμνημένη πατρίδα του, την Κρήτη, και μετασχημάτισε τον ήρωα προικίζοντάς τον με ακατανίκητη δύναμη που ενσαρκώνει την ίδια την ουσία της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της. Πλάθοντας τον ήρωά του ο αφηγητής-συγγραφέας αντέταξε το ξέχειλο από φως διονυσιακό πνεύμα του αενάως δραστήριου Ζορμπά στην απραξία του κάποτε επηρεασμένου Καζαντζάκη από το βουδιστικό ζεν που εξαλείφει το «εγώ». Αρκετοί μελετητές του έργου του μεγάλου Κρητικού συγγραφέα θεωρούν ειλικρινή και ευεργετική την ορμητική επίδραση του ηλικιωμένου εργάτη και μοιραία την απελευθερωτική γοητεία που άσκησε στο πνεύμα του. 

Την άνοιξη του 1957, λίγους μήνες προτού πεθάνει, ο Καζαντζάκης έλαβε στην Αντίμπ της Νότιας Γαλλίας όπου διέμενε μια επιστολή από τον πρωτότοκο γιο του Ζορμπά, τον αντισυνταγματάρχη τότε Αντρέα, ο οποίος διαμαρτυρόταν έντονα γιατί το βιβλίο είχε δήθεν ρεζιλέψει τον πατέρα του και είχε τάχα προσβάλει όλη του την οικογένεια. Ο γέρος και ασθενής αλλά πάντα πνευματικά αειθαλής Καζαντζάκης τού απάντησε άμεσα με ένα λιγόλογο γράμμα όπου σημείωνε: «Σπάνια αγάπησα και τίμησα άνθρωπο όπως τον Ζορμπά. Τον παράστησα στα γραφτά μου ως έναν ανώτερο ελέφτερον άνθρωπο κι είναι τώρα ένδοξος για χιλιάδες ανθρώπους στην Ευρώπη, στην Αμερική». Δεν χρειάζονταν περισσότερα στον παραπονούμενο γιο και προφανώς παρακινούμενο από τους μύριους όσους μνησίκακους εχθρούς του συγγραφέα. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν υπήρχε ο ασυμβίβαστος δημιουργός Καζαντζάκης που χάρισε θριαμβικά αθάνατο στη μνήμη των αναγνωστών και παρέδωσε με μια νέα αυτόνομη υπόσταση αιώνιο τον Ζορμπά στην τέχνη, ποιος θα θυμόταν σήμερα τον αληθινό, καθημερινό, βασανισμένο Γιώργη Ζορμπά; Έναν εγκάρδιο αγωνιστή της ζωής που ποτέ του δεν θεώρησε τις πραγματικές δοκιμασίες του ως μυθικό άθλο; Κι ας μην πάτησε ποτέ το πόδι του στη λεβεντογέννα Κρήτη.

ΠΗΓΗ:

https://www.protothema.gr/culture/article/758895/h-alithini-istoria-tou-zorba-kai-o-kazadzakis-/

Περισσότερα για τον Πολιτισμό